- παλαιετής
- πᾰλαι-ετής, ές,A old in years, Hsch. (-δέτης cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλαιετής — παλαιετής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) παλαιός ως προς την ηλικία, γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + ετής (< έτος)] … Dictionary of Greek
παλαιετής — old in years masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek